- σιαλογόνος
- ος, ο[ν] анат. слюнный;
σιαλογόνος αδήν — слюнная железа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιαλογόνος αδήν — слюнная железа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… … Dictionary of Greek
σιαλογόνος — α, ο αυτός που παράγει σάλιο: Οι σιαλογόνοι αδένες βρίσκονται στη στοματική κοιλότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπογλώσσιος — α, ο / ὑπογλώσσιος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπογλώττιος Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπογλώσσιο ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία διαλύει ο πάσχων κάτω από την γλώσσα του για να επιτευχθεί … Dictionary of Greek
σιαλοποιός — και ιων. τ. σιελοποιός, όν, Α αυτός που παράγει, που εκκρίνει σίαλο, σιαλογόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον / σίελον «σάλιο» + ποιός*] … Dictionary of Greek
υπογνάθιος — α, ο, Ν ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την κάτω γνάθο («υπογνάθιο γάγγλιο») 2. φρ. α) «υπογνάθιος αδένας» σιαλογόνος αδένας στην εσωτερική επιφάνεια τής κάτω γνάθου, μπροστά από τη βάση τής γλώσσας β) «υπογνάθια κοιλότητα» ζωολ. (στα… … Dictionary of Greek